Του Γιάννη Παπάζογλου
Ποιοι/ποιες θα ήμασταν χωρίς τις μνήμες μας; Πόσο μας ορίζει η συλλογική μνήμη; Πως οι πολλές ατομικές μνήμες χτίζουν και εδραιώνουν την συλλογική; Κι αν οι μνήμες χαθούν ή αλλοιωθούν, μπορείς να ξαναχτίσεις το «δέντρο της μνήμης» από ατομικά και συλλογικά θραύσματα, που παραμένουν σε λανθάνουσα μορφή φυλαγμένα στο υποσυνείδητο;
«Κάποτε ήμουν. Τι; Ποια; Πότε; Το παρελθόν, διάολε, ορίζει το παρόν! Κάποτε υπήρξα. Τώρα; Το μυαλό μου σκοτεινός θάλαμος. Αστραπές. Εκρήξεις. Θραύσματα. Αταξινόμητα. Μορφές θολές παρελαύνουν. Σκιές. Εμένα αφορούν; Άλλη; Ολόγραμμα νιώθω. Προβολή στο χώρο. Χωρίς όνομα. Χωρίς ταυτότητα. Ένα ον κενό νοήματος. Άγραφο βιβλίο που αποζητά το συγγραφέα του. Πως θα γεμίσω την ανυπαρξία μου;»
Σε αυτόν τον μονόλογο του Γιάννη Παπάζογλου η ηρωίδα αποτελεί έκθεμα στο μουσείο των «ανώνυμων σωμάτων», έναν χώρο στον οποίο τοποθετούνται σαν εκθέματα άνθρωποι που έχουν υποστεί αφαίρεση ατομικής μνήμης. Χαρακτηρίζει τον εαυτό της «ένα ον κενό νοήματος» και αγωνίζεται να επαναφέρει το νόημα της ύπαρξής της, συνθέτοντας θραύσματα από μνήμες που της έχουν απομείνει αταξινόμητα.
«Οι ηθοποιοί στήσανε σκηνικό. Προβάρουν το έργο. Κάποια κωμωδία. Χορεύουν ταραντέλα. Κατεβαίνουν στην αίθουσα. Παρασύρουν κι εμάς. Το κέφι τους μεταδοτικό. Η μελαγχολία του αποχωρισμού μετριάζεται. Το μεγάφωνο αναγγέλλει την επιβίβαση. Βουβός αποχαιρετισμός. Ξεσπάει καταιγίδα.
– Μείνε εδώ! θα μουσκέψεις.
Απ’ το παράθυρο διακρίνω αχνά τη ψηλόλιγνη φιγούρα του. Στέκει κάτω απ’ τη μαρκίζα. Μια νοερή αγκαλιά… Κι έπειτα μαρμαρώνει. ολόγυρα του οι θεατρίνοι συνεχίζουν το χορό.»
Αγνοεί την ταυτότητά της και συγχέει τις προσωπικές της μνήμες με τις προβολές αλλάζοντας ασταμάτητα προσωπικότητες, σε ένα αγωνιώδες παραλήρημα που περνάει από το τραγικό στο γελοίο, από τη μια στιγμή στην άλλη.
«Χιονίζει. Η μικρή ακουμπισμένη στο περβάζι. Καθαρίζει το χνωτισμένο παράθυρο. Το βλέμμα γλιστράει έξω. Στα σαβανωμένο κήπο. Η κερασιά ανυψώνεται! Σαν αερόστατο. Μαζί με το σκυλάκι! Τα ντύνουν οι νιφάδες. Και πλέουν στον κατάλευκο ουρανό.»
«Η παχυσαρκία κλόνισε τη σχέση με το σύζυγό μου. Είχα φτάσει τα 80 κιλά. Απέκτησε ερωμένη. Τον δικαιολογούσα. Ήμουν απωθητική. Αποφάσισα να αντιδράσω. Ακολούθησα την πιο αυστηρή δίαιτα. Σε λίγους μήνες έχασα εξήντα κιλά. Εξαϋλώθηκα σχεδόν. Άξιζε, όμως, τον κόπο. Η σχέση αναθερμάνθηκε. Είμαι ευτυχισμένη. Πρέπει βέβαια, να προσέχω. Ένας ισχυρός άνεμος μπορεί να με παρασύρει. Αν επιθυμείτε να σας παίρνει ο άνεμος, επισκεφθείτε το κέντρο αδυνατίσματος…»
Ένα συμβολικό roadtrip της ηρωίδας, στους δρόμους της χαμένης μνήμης. Μία γυναίκα σε τρεις ηλικίες. Ο χώρος και χρόνος ρευστοί, όπως η μνήμη που χάνεται. Ένα αγωνιώδες ταξίδι προς το δέντρο της μνήμης και συνεπώς της ύπαρξης.
«Η κοπέλα οδηγεί ένα σαραβαλιασμένο σκαραβαίο. Συνοδηγός η γριά ταμίας. Στο πίσω κάθισμα το κορίτσι. Μελετά ένα χάρτη. Ταξιδεύουν.
Κοπέλα: Κοιτάξτε!… HotelMemory!»
Η παράσταση
Σε έναν χώρο άδειο από σκηνικό διάκοσμο θα στηθεί το μουσείο των ανώνυμων σωμάτων. Τα σώματα τριών ηθοποιών-performer, οι φωτισμοί και τα ηχοτοπία, θα συνδυαστούν με τον καταιγιστικό λόγο. Η παράσταση είναι ένα υβρίδιο εικαστικής performance και μονολόγου. Ο χρόνος και χώρος ρευστοποιούνται και μεταλλάσσονται. Οι φωτισμοί, και τα ηχοτοπία λειτουργούν σαν 4ος ηθοποιός, ακόμα και οι θεατές σε σημεία της παράστασης αποτελούν μέρος της και δομικά στοιχεία αυτής. Η σύνθεση και η αποσύνθεση του χωροχρόνου είναι μια σκηνοθετική επιλογή που γίνεται συνειδητά με σκοπό να μεταφέρει τον θεατή σε έναν κόσμο φανταστικό, τοποθετώντας τον στο επίκεντρο αυτού του μη τόπου και χρόνου. Τα θραύσματα της μνήμης του συγγραφέα και οι προβολές που παραβάλει, από άυλα υποκείμενα της νόησης γίνονται υλικός κόσμος υπαρκτός που συνθέτεται και αποδομείται, για να επανασυντεθεί σε κάτι άλλο εξίσου ρευστό, εξίσου προσωρινό και εύθραυστο όπως η μνήμη.
Στόχος αυτής της performance-παράστασης είναι να μετατρέψει το νοητικό σε υλικό. Ο θεατής να μετατραπεί σε επισκέπτη στον μη τόπο της έσω ύπαρξης. Το θεατρικό κείμενο να γίνει οδηγός αυτής της διαδρομής και τα σώματα τον ηθοποιών σκηνικά αντικείμενα.